- ψηλαφητός
- -ή, -ό / ψηλαφητός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ψηλαφώ]αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψηλαφήσει, να αγγίξει με τα δάχτυλά του, υπαρκτός, απτός (α. «ψηλαφητό πράγμα» β. «ψηλαφητὴ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις», Γρηγ. Νύσσ.)νεοελλ.μτφ. προφανής, ολοφάνερος («ψηλαφητή απόδειξη»)αρχ.φρ. «ψηλαφητὸν σκότος» — σκοτάδι τόσο πυκνό που δεν μπορεί κανείς να προχωρήσει παρά μόνο ψάχνοντας με τα χέρια (ΠΔ).επίρρ...ψηλαφητά / ψηλαφητῶς, ΝΜΑαγγίζοντας ελαφρά με τα δάχτυλανεοελλ.μτφ. στα τυφλά.
Dictionary of Greek. 2013.